- κεγχροφόρος
- κεγχροφόρος, -ον (Α)αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτο-φόρος, σκευο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεγχροφόρος — bearing millet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευυδρία — εὐυδρία, ἡ (Α) [εύυδρος] αφθονία νερού («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek